ἀκτέριστος

ἀκτέριστος
ἀκτέριστος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακτέριστος — ἀκτέριστος, ον (Α) [κτερίζω] αυτός που δεν κηδεύτηκε με τιμές αυτός που έμεινε άταφος …   Dictionary of Greek

  • ἀκτέριστον — ἀκτέριστος masc/fem acc sg ἀκτέριστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτέριστοι — ἀκτέριστος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτερέιστον — ἀκτερέϊστον , ἀκτέριστος masc/fem acc sg ἀκτερέϊστον , ἀκτέριστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακτερέιστος — ἀκτερέιστος, ον (Α) [κτερεΐζω] ο ακτέριστος …   Dictionary of Greek

  • ακτερής — ἀκτερής ( οῡς), ές (Α) ο ακτέριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κτερής < κτέρας «κτήμα, δώρο»] …   Dictionary of Greek

  • παστάδα — η / παστός, άδος, ΝΑ κοιτώνας, ιδίως ο νυφικός θάλαμος αρχ. 1. χώρος με κίονες που βρισκόταν μπροστά από το σπίτι 2. στοά με κίονες («τοῡ μὲν χειμῶνος ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑπολάμπει», Ξεν.) 3. η ρωμαϊκή βασιλική στοά 4. το μέρος τού σπιτιού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”